κατακόσμηση

κατακόσμηση
η (Α κατακόσμησις) [κατακοσμώ]
η διακόσμηση
νεοελλ.
ο υπερβολικός στολισμός
αρχ.
1. τακτοποίηση, διευθέτηση
2. φρ. «πλάσις καὶ κατακόσμησις» — προσποιητή συμπεριφορά (Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατακοσμήσῃ — κατακοσμήσηι , κατακόσμησις arrangement fem dat sg (epic) κατακοσμέω set in order aor subj mid 2nd sg κατακοσμέω set in order aor subj act 3rd sg κατακοσμέω set in order fut ind mid 2nd sg κατακοσμέω set in order aor subj mid 2nd sg κατακοσμέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”